- ἐπιβήτορα
- ἐπιβήτωρone who mountsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek
οπισθοβατικός — ή, ό (Α ὀπισθοβατικός, ή, όν) [οπισθοβάτης] αυτός που αναφέρεται στον οπισθοβάτη, στον επιβήτορα. επίρρ... οπισθοβατικώς με βάδισμα προς τα πίσω, με τον τρόπο τής οπισθοβασίας … Dictionary of Greek
οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) … Dictionary of Greek
στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… … Dictionary of Greek